φλαβανόνη

φλαβανόνη
η, Ν
(βιοχ.)
1. άχρωμο κρυσταλλικό παράγωγο τής φλαβόνης
2. στον πληθ. οι φλαβανόνες·ομάδα χημικών ενώσεων, που ανήκουν στις φυτικές χρωστικές οι οποίες είναι γνωστές ως φλαβονοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavanone < flav- (< λατ. flavus «ξανθός») + κατάλ. -ane + κατάλ. -one].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”